Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στίς ένδεκα

  • 1 προ

    πρόθ. I με γεν.
    1) (при обознач, места) перед;

    προ της οικίας — перед домом;

    2) перед лицом (кого-чего-л.);

    προ του κινδύνου — перед лицом опасности;

    προ τετελεσμένου γεγονότος — перед свершившимся фактом;

    3) во имя чего-л., ради;

    προ του συμφέροντος — во имя своих интересов, ради своих интересов;

    II με γεν., αιτιατ. (при обознач, времени) перед, до;

    (γεν.) προ τού δείπνου — перед ужином;

    προ του πολέμου — до войны;

    προ μεσημβρίας — до полудня;

    στίς ένδεκα προ μεσημβρίας — в одиннадцать часов утра;

    (αίτιατ.) προ δέκα μέρες έφυγε — он уехал десять дней тому назад;

    § προ καί μετά — до и после;

    προ Χρίστου — до нашей эры;

    προ πολλού — давно;

    προ τίνος — или προ ολίγου — недавно;

    προ πάντων — или προ παντός — особенно, в особенности; — главным образом; — больше всего, прежде всего;

    αγαπώ τα φρούτα και προ πάντων το πεπόνι — я люблю фрукты и больше всего дыню;

    προ παντός πρόσεχε μην πέσεις — прежде всего смотри не упади;

    έχω προ οφθαλμών — иметь в виду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προ

См. также в других словарях:

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • παραστάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν [παρίσταμαι] αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιον νεοελλ. 1. αρχιτ. η παραστάδα 2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά τής ωοθήκης τών… …   Dictionary of Greek

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • τεταρτογενής — ές, Ν 1. αυτός που έγινε ή γεννήθηκε τέταρτος 2. φρ. «τεταρτογενής περίοδος» ή, απλώς, «τεταρτογενές» γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια τού οποίου δημιουργήθηκαν οι αποθέσεις τού ομώνυμου συστήματος, που αποτελεί τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • τριτογενής — ές / τριτογενής, οῡς, ἡ, ΝΑ, θηλ. γεν. και έος, Α νεοελλ. 1. ο τρίτος κατά τη σειρά γέννησης ή δημιουργίας του 2. φρ. «τριτογενής περίοδος» ή, απλώς, «το τριτογενές» διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια τού οποίου δημιουργήθηκαν οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»